πορεύονται

πορεύονται
πορεύω
make to go
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • поити — ПО|ИТИ 2 (3*), Ю, ИТЬ гл. Поить: а ˫а поилъ ѥсмь коне тьхвѣрью. а ѥще волховомь напою. ЛН XIII2, 100 об. (1224); и самъ [Бог] дъждѧ растварѧ˫а и растѧ. и овоща различны˫а пода˫а. по рѧду кормить и поiть. и грѣѥть. сл҃нцемь и луною свѣтить. СбХл… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • HYPOCAUSTUM — inter loca, quae non essent intra balneas, sed iis tantum inserviebant, Vitruv. infra laudaudo fuit fornax seu caminata structura subrerranea, Calidario, Calidae lavationi, atquae Vasario (Balnearum partibus) subposita, in qua ad calefaciendum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… …   Dictionary of Greek

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

  • λυδίων — ίωνος, ὁ (Α) (στους Ρωμαίους) μίμος, υποκριτής, ορχηστής («ἐν ἁπάσαις [ταῑς πομπαῑς] πρόσηβοι κόροι... στοιχηδὸν πορεύονται καλούμενοι πρὸς αὐτῶν... λυδίωνες», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ludio, ionis και ludius, ii «υποκριτής, μίμος»] …   Dictionary of Greek

  • ναυπόρος — ναυπόρος, ον (Α) 1. αυτός που περνάει, που διέρχεται με πλοίο 2. (για τα κουπιά) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. οδοι πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφυλακή — Στρατιωτικό τμήμα ασφάλειας κατά τις μετακινήσεις που έχει σαν αποστολή να προστατεύει τα στρατεύματα που υποχωρούν ή που πορεύονται από το μέτωπο προς τα μετόπισθεν. Βασικός προορισμός της ο. είναι: να συγκρατεί τον εχθρό, που επιτίθεται, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”